- άδολος
- -η, -ο (Α ἄδολος, -ον) [δόλος](για πρόσωπα και ψυχικές διαθέσεις) ο χωρίς δόλο, αγνός, τίμιος, ειλικρινής, απονήρευτος («εἶναι τὰς σπονδάς ἀδόλους καὶ ἀβλαβεῖς», «ἄδολος εἰρήνη»)αρχ.1. (για πράγματα) ανόθευτος, γνήσιος, αμιγής2. φρ. ἀδόλως και δικαίωςχωρίς απάτη ή πανουργία.
Dictionary of Greek. 2013.